- σταυρώμενος
- σταυρόωfence with palespres part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σταυρωμένος — Όνομα τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (122 κάτ., υψόμ. 220 μ.) στην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται κοντά και νότια της Σητείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 300 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Αρνικό … Dictionary of Greek
εσταυρωμένος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο σταυρωμένος Ιησούς. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αγιογραφία και στη ζωγραφική, για να προσδιορίσει φορητές εικόνες, πίνακες, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά που εικονίζουν τον Ιησού στον σταυρό. Ο Ε. ήταν προσφιλές… … Dictionary of Greek
Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου … Deutsch Wikipedia
Sitia — Gemeinde Sitia Δήμος Σητείας … Deutsch Wikipedia
σταυροπαγής — ές, Μ σταυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*), πρβλ. προσωποπαγής] … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
Χαμαλεύρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Ρεθύμνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Αστέρι (υψόμ. 80 μ.) και ο Σταυρωμένος (υψόμ. 10 μ.) … Dictionary of Greek
σταυρώνομαι — σταυρώνομαι, σταυρώθηκα, σταυρωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σταυρώνω — σταύρωσα, σταυρώθηκα, σταυρωμένος 1. καρφώνω πάνω στο σταυρό: Μαζί με το Χριστό σταύρωσαν και δύο ληστές. 2. τοποθετώ δύο πράγματα σε σχήμα σταυρού: Τι κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια; 3. κάνω το σημείο του σταυρού πάνω σε κάποιον για την αποτροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)